Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Εθνικό πένθος

Η Ολυμπιακή Επιτροπή που για χρόνια είχε πρόεδρο τον Σάμαρανγκ, που έκανε καριέρα ως ο Καταλανός συνεργάτης του φασίστα δικτάτορα της Ισπανίας Φράνκο, απέκλεισε μια αθλήτρια για φασίζουσα συμπεριφορά. Κλαίει όλη η χώρα που τόση ντόπα θα πάει χαμένη, στα πλαίσια της διοργάνωσης για την ανάδειξη προϊόντων, ανθρώπινων και μη, παραγόμενων από πολυεθνικά μεγαθήρια, με αφορμή την οποία γίνονται και κάποιοι αγώνες.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Στου Κουφο(υ)νησιού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα (Ημερολόγιο διακοπών)


   Κάθομαι   σε μια εξέδρα πάνω από τη θάλασσα πίνοντας τον απολαυστικά πικρό καφέ μου. Η αγάπη μου στο πλευρό μου έχει ήδη καταβροχθίσει  δύο φέτες  ψωμί με βούτυρο και μέλι και συνεχίζει το έργο της με δυο αυγά μάτια. Τα δικά μου μάτια δεν πιστεύουν το τι τρώει  πρωί πρωί και κάνω σκέψεις για ύπαρξη συγκοινωνούντων  λιπαποθηκών που έχουν ως αποτέλεσμα το να τρώει εκείνη και  να παχαίνω εγω.  Κοιτάζω τη θάλασσα και τον τρόπο που την αγκαλιάζει  ο ουρανός, τα λευκά καϊκια σαν επί της θαλάσσης σύννεφα, την παρέα των δύο αξύριστων, σαν και του λόγου μου, ξυπόλυτων και χωρίς μπλούζες νεαρών, που  λίγη ώρα πριν, ενώ κοιμόντουσαν  στην παραλία , λίγο έλλειψε λόγω μιας μεθυσμένης οδηγού, να μην ξυπνήσουν ποτέ  και ένα ζευγάρι κοντά στα εξήντα που διαβάζει τα βιβλία του και πού και πού σχολιάζει. Ίσως χωρίς το περιεχόμενο των  βιβλίων και τις αναγκαστικές παύσεις που δημιουργεί η ανάγνωσή τους, αυτό το ζευγάρι να μην είχε πλέον τίποτα να πει ύστερα από τόσα χρόνια συμβίωσης. Εκείνος  με λευκό  μούσι,  γυαλιά και τρόπο ομιλίας που θυμίζει έντονα καθηγητή ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος, Ιστορικό ή Αρχαιολόγο προσπαθεί να πιάσει κάπου κάπου  κουβέντα με τους δυο νεαρούς, με αφορμή το παραλίγο ατύχημά τους. Οι δυο συμπαθητικοί νέοι, που ως εκείνη την ώρα δε μιλούν καν μεταξύ τους λόγω του ότι ο ένας διαβάζει ένα χοντρό βιβλίο με θέμα τους «κοινωνικούς ληστές», απαντούν ευγενικά. Μαθαίνουμε ότι  ο αναγνώστης του βιβλίου είναι από την Καλαμάτα και ο φίλος του από τις Σέρρες αλλά, μάλλον λόγω σπουδών, ζουν στην Αθήνα.   Η χαρά της ζωής μου, μόλις έχει φάει την τελευταία μπουκιά από το πρωινό της και με απόλυτη διάθεση για κουβέντα, χωρίς πρόθεση απαλλαγής από προκαταλήψεις και κλισέ αναφορές, μου σχολιάζει  ότι ο Μακεδόνας , που αν και περισσότερο  μουσάτος  είναι  πιο ωραίο παιδί, έχει πολύ καθαρό βλέμμα,επειδή είναι Μακεδόνας σε αντίθεση με αυτό του Πελοπονήσιου, που επειδή είναι Πελοπονήσιος, κρύβει μια πονηριά πράγμα που του προσδίδει μια δυναμική που τον κάνει πιο γοητευτικό. Δεν ξέρω τι να πρωτοσχολιάσω, οπότε σιωπώ και απλά κουνώ καταφατικά το κεφάλι, κάνοντάς το γαργάρα  λόγω της κατά το ήμιση πελοπονησιακής καταγωγής μου  που ενοχικά κολακεύεται.  Ο κύριος καθηγητής εξακολουθεί να προσπαθεί να πιάσει κουβέντα και εγώ σκέφτομαι ότι μάλλον η εμφάνιση και το ανάγνωσμα των  δύο φίλων, του θυμίζουν το αριστερό του παρελθόν και προσπαθεί νοσταλγικά να τους κλέψει κάτι από αυτό, μιας και το δικό του μάλλον τό ‘χασε κάπου ανάμεσα  στις διασκέψεις των συνδικαλιστών-ακαδημαϊκών του ΠΑ.ΣΟ.Κ και στις περιηγήσεις του στην ανανεωτική αριστερά, για ένα πουκάμισο αδειανό για έναν Κουβέλη. Όταν η κουβέντα τελειώνει, σηκώνεται όρθιος, παίρνει το κομμάτι από το ραβανί που έχει μείνει στο πιάτο του και αφού το κόβει σε μικρότερα κομμάτια, αρχίζει να το πετάει στη θάλασσα. Οι γλάροι εμφανίζονται λίγο μετά από τις σκέψεις για την ψυχική υγεία του καθηγητή κι αρχίζουν να γεύονται λαίμαργα το παραδοσιακό έδεσμα που έκανε διάσημη την Βέροια. Πλέον είμαι σίγουρος πως πρόκειται για μια καταπιεσμένη πλην όμως ευαίσθητη αριστερή ψυχή (γέλια χειροκροτήματα και προχωράμε)
   Την επόμενη μέρα φτάνει  στο νησί  και η δικιά μας παρέα, δηλαδή η παρέα της εκπληκτικής κοπέλας μου, δηλαδή μια φίλη της εκπληκτικής κοπέλας μου και ο φίλος της, δηλαδή η φίλη της εκπληκτικής κοπέλας μου ο φίλος της και κάποιο φίλοι τους , παρέα με κάποιους άλλους  φίλους τους. Ξέρεις τώρα πώς γίνονται αυτά, όπως φαντάζομαι γνωρίζεις ήδη πια ήταν η συμμετοχή μου στην επιλογή του προορισμού. Ποια συμμετοχή μου θα ρωτήσεις, θα συμφωνήσω και θα προχωρήσω παρακάτω. Οι περισσότεροι, μαζί και η οπτασία που αναφέρω ως κοπέλα μου,  έχουν έρθει ήδη αρκετές  φορές  στο νησί, πράγμα που όπως  γίνεται κατανοητό φέρνει στο προσκήνιο σχόλια, για το πώς άλλαξε το μέρος, πώς άρχισε να εκφυλίζεται κι αυτό, κοίτα που χτίζονται και νέες μονάδες φιλοξενίας τουριστών, Μύκονο θα το κάνουνε, πού ‘ναι τα χρόνια όμορφα χρόνια που χες λουλούδια μες τα μυαλά κλπ. Σκέφτομαι πως αντίστοιχη αγανάκτιση πρέπει να είχε και ο Ευρωπαίος που πρωτοεπισκεύτηκε την Αμερική και την έβγαλε καθαρή με τους ιθαγενείς με μερικά καθρεφτάκια και νερό της φωτιάς, μα όταν ξαναπήγε είδε χτισμένες πόλεις και το νερό της φωτιάς να του το πουλούν πανάκριβα και χωρίς  καν μεζέ. Βέβαια ο καλός ιθαγενής εξ Αμερικής σφαγιάστηκε, γιατί δεν ήξερε από ελεύθερη οικονομία για να εκμεταλευτεί ο ίδιος το ενδιαφέρον που έδειξαν για τον τόπο του οι  Δυτικοί, που γι’αυτόν ήταν μάλλον Ανατολικοί, αλλά έτσι κι αλλιώς η γη είναι στρογγυλή και η Αμερική ίσως νά’ταν  και η Ινδία.  Επίσης σκέφτομαι τον, δηλωμένα, πρώην (αλλά μέσα του νυν και αει) Πασόκο, φίλο της φίλης, που φωνάζει για τις συντεχνίες που θέλουν κλειστά τα επαγγέλματα και δεν αφήνουν την πρόοδο να  έρθει στον τόπο και να ανοίξουν θέσεις εργασίας και επιτέλους η ελεύθερη αγορά να λειτουργήσει όπως πρέπει... ελεύθερα. Ο ίδιος άνθρωπος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο φωνάζει για την επερχόμενη "πρόοδο" στο νησί των διακοπών του.Του κακοφαίνεται που σε μερικά χρόνια μεγάλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις θα αρχίσουν να ανοίγουν σε ολόκληρο το νησί  και αν κάποιος μόνιμος κάτοικος διαμαρτυρηθεί ποτέ για την περιβαλλοντολογική καταστροφή του νησιού ή για την απόκλειστική εκμετάλευση του τουρισμού από τους «μεγάλους»  που αφήνει ψίχουλα για τους ντόπιους, αμφιβάλλω για το αν θα τον εντάξει σε κάποια συντεχνιακή ομάδα που απλά πλήττονται τα συμφέροντά της επειδή είχε καλομάθει τόσα χρόνια και δεν αφήνει να έρθει η πρόοδος και οι νέες θέσεις εργασίας (με όρους δουλοκτημοσύνης) στον τόπο.
   Για ένα μυστήριο λόγο όλοι οι θιασώτες της ελεύθερης αγοράς, επιθυμούν ο τόπος  των διακοπών τους να είναι μια σοσιαλιστική νησίδα, στην καλύτερη περίπτωση, που οι ιθαγενείς, ως αφελείς και καλοκάγαθοι χωρικοί, θα τους υποδέχονται στο λιμάνι για να τους προσφέρουν γλυκό του κουταλιού, ίσως και για να τους χορέψουν παραδοσιακούς χορούς, περνώντας τους παράλληλα λουλουδένια στεφάνια, πλεγμένα στο χέρι. Ο Αθηναίος, που όλο τον χρόνο  καρπαζώνεται από το αφεντικό του, την κυβέρνησή που τον έπεισε να ψηφίσει το αφεντικό του και νιώθει απειλούμενος από εκείνον που εξαθλιώθηκε τελείως για να μπορεί να υπάρχει το αφεντικό του και τώρα εποφθαλμιά τη θέση εργασίας του, ή το πορτοφόλι του, μήπως και αγοράσει λίγο ψωμί ή πρέζα για να ξεχάσει το ψωμί και την εργασία που δεν έχει, όταν πατάει στο νησί των διακοπών του νιώθει  σαν Γάλλος άποικος στην Ινδοκίνα, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Με τον παρά του και την κερά του που λέει ο λόγος. Όμως ο ίδιος είναι ο φορέας της ασθένειας της  "ανάπτυξης". Την κουβαλάει πάνω του και τη μεταδίδει όπου βρεθεί. Με το που θα πάει σε ένα «παρθένο» νησί, τσουπ! Νά το και το παράσιτο της "ανάπτυξης". Θα πάει σε ένα νέο, νά μετά από λίγο  ξανά η "ανάπτυξη" θα κάνει την εμφάνισή της. Και όταν πλέον μας τελειώσουν τα "αμόλυντα" μέρη για διακοπές και δε θα έχει πού να παει, ενώ η "ανάπτυξη" δε θα βρίσκει πού να μολύνει, θα πούμε οτι έχουμε κρίση. Κρίση ουρανοκατέβατη.  Θα πρέπει τότε να ξεαναπτυχθούν τα  ήδη "μολυσμένα" μέρη για να μπορούμε να τα ξανααναπτύξουμε και όταν  καταλάβουμε ότι κάτι τέτοιο είναι αδιέξοδο ίσως να πρέπει να εισβάλουμε σε ξένα μέρη παραθερισμού, με υποανάπτυκτους κατοίκους για να τα αναπτύξουμε κι αυτά.
  Τα μικροπαράπονα για τις αλλαγές στο νησί, από τους  κατά τα άλλα λάτρεις της Μυκόνου και της  αστικής τριφυλλότητας ,  ευτυχώς δε συνεχίζονται, αλλά έτσι κι αλλιώς  εγώ δεν έχω σκοπό να χαλάσω τις διακοπές μου για να υποδεικνύω τα όποια διανοητικά αδιέξοδα και τις αντιφάσεις κάνουν  την εμφάνισή τους. Είμαι μεγάλος πλέον για κάτι τέτοιο και επίσης μικροαστός  του κερατά που  έχω ανάγκη την ψευδαίσθηση της καλοκαιρινής χαλάρωσης, μακρυά από τα προβλήματα της Αθήνας (παράδειγμα γεωγραφικού προσδιορισμού των προβλημάτων γιατί δεν αντέχεται ο ταξικός).  Μόνες παραφωνίες στο υπόλοιπο των διακοπών το ότι ξεχνάω την ονομαστική εορτή του δεύτερου ονόματος, του  θησαυρού που πλαγιάζει το βράδυ στο πλευρό μου (ευτυχώς δεν υπάρχει τρίτο) και η τυχαία εμφάνιση στο νησί  καλλίγραμμης «παλιάς ιστορίας», που φέρνει και τα αντίστοιχα "μούτρα" με παράλληλη προσπάθεια επίδειξης ανωτερότητας, μπροστά σε κατώτερα ένστικτα όπως αυτό της ζήλιας. Θα μου πεις  "μόνες" τις χαρακτηρίζεις αυτές τις παραφωνίες; Έχουν κλείσει σπίτια για λιγότερα. Είμαι ζωντανός, υγιής και γράφω αυτές τις αράδες, οπότε  τέλος καλό όλα καλά, με μια σχετική προσθήκη  κολακευτικών προσδιορισμών  σε κάθε αναφορά στην καλή μου για εξιλέωση. Άγιο είχαμε και μη χειρότερα να λέμε.
   Τελευταίες  μέρες  στο νησί και μαθαίνω  από  μήνυμα στο κινητό ότι τα Μ.Α.Τ.  μπήκαν στη Χαλυβουργία. Αναμενόμενο, σκέφτομαι, να συμβεί κι αυτό κάποτε. Στο καράβι της επιστροφής η τηλεόραση παίζει  ΣΚΑΪ  και ο Αυτιάς επιδεινώνει τα όποια κρούσματα ναυτίας. Ένας ανεκδιήγητος, περιοδεύων σε κανάλια, εκδότης φυλλάδας, που μάλλον δεν είχε την ικανότητα να γίνει ούτε καραβανάς και έτσι επέλεξε την ιστορική ιδιότητα του ρουφιάνου,  μιλά για Βατερλώ του Π.Α.ΜΕ. Με την ατάκα του στα πρώτα μόλις δευτερόλεπτα της παρουσίας του έκανε εμφανές ότι δεν πληρώνεται με την ώρα αλλά με το κομμάτι, οπότε την πέταξε στα γρήγορα για να μην ξεχαστεί και δε βγει το μεροκάματο. Αμφιβάλλω αν ο ίδιος ξέρει τι είναι το Βατερλώ, αλλά αν είχε τέτοιου είδους γνώσεις ίσως να έβγαζε αλλιώς το ψωμί του. Εννέα μήνες, η   απεργία συνεχίζεται , καμία άλλη επιχείρηση του κλάδου στην περιοχή δεν έχει τολμήσει παρόμοιες μειώσεις μισθών και εκείνος μιλάει για Βατερλώ. Όμως ίσως έχει κι ένα δίκιο.  Πώς είναι να κερδίζεις ή να χάνεις αν δεν υπάρχει κανείς να επευφημίσει. Οι Χαλυβουργοί δίνουν μαθήματα αγώνα και νίκης, αλλά η εργατική τάξη στο σύνολό της δηλώνει ανεπίδεκτη μαθήσεως. Τα νέα ήθη εμφανίζουν τους  απεργοσπάστες, ως συνεπείς εργαζόμενοι, τον Μάνεσης, αφού απέλυσε εκατό, ως υπερασπιστή του δικαιώματος στην εργασία, ενώ την ίδια ώρα αθλητικά σάιτ, για μυαλά οπαδών, εμφανίζουν τάχα τυχαία "αριστερά" άρθρα για τον νέο συνδικαλισμό που πρέπει να έρθει  και  που δε θα ταλαιπωρεί την κοινωνία. Σου λέει "δεν είμαστε κατά του συνδικαλισμού βρε, απλά θέλουνε υπεύθυνο συνδικαλισμό, δεν ποινικοποιούμε την Αριστερά, απλά θέλουμε την υπεύθυνη αριστερά, που πετάει ψίχουλα ραβανι στους γλάρους". Παράλληλα ο εκφυλισμένος και διεφθαρμένος κυβερνητικός συνδικαλισμός, τσουβαλιάζεται με αυτόν που τόσα χρόνια  τον αντιπολιτευόταν, ενώ μέχρι εχθές ήταν ο ίδιος αυτός κυβερνητικός συνδικαλισμός που παρουσιαζόταν ως συνδικαλισμός της ευθύνης. «Εργατοπατέρες» λένε και την κλείνουν την υπόθεση. 
    Η εθνική οδός κλείνει από Χαλυβουργούς , αλληλέγγυους εργάτες, ασφαλίτες και Μ.Α.Τ. Οι οδηγοί, στην πλειοψηφία τους εργαζόμενοι, ταλαιπωρούνται καθώς οδεύουν για τα μπάνια του λαού. Μουντζώνουν κάνουν απρεπείς χειρονομίες προς τους απεργούς. Ένας νοικοκύρης-οικογενειάρχης κατεβαίνει νευριασμένος από το αμάξι στο οποίο βρίσκονται γυναίκα και παιδιά και γρονθοκοπεί έναν εργάτη. Οι υπόλοιποι  εργάτες πέφτουν πάνω του και αφού του κατεβάζουν τα μούτρα τον μπάζουν στο αμάξι του. Θυμάμαι εκείνον τον φίλο της φίλης, από τις διακοπές με το πασοκικό D.N.A που  όπως έμαθα, έκανε φασαρία γιατί ήθελε να πληρώσει τα διόδια ως νομοταγής πολίτης, όταν  το Π.Α.ΜΕ  τα είχε ανοίξει σε κινητοποίησή του.  Άνθρώπινα  Βατερλώ. Το «υπό» στην επαγγελματική τους ιδιότητα  «υπάλληλος» έχει καταγραφεί γονιδιακά, τους συνοδεύει  σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής τους και το υπερασπίζονται με πάθος ενάντια σε όποιον δε θέλει να είναι υπό και περιμένοντας εντολές για το σε τι να είναι υπέρ.  Εκφυλισμός.
   Ενδέχεται στις επόμενες εκδόσεις λεξικών, να μη συμπεριλαμβάνεται η λέξη «Αλληλεγγύη» λόγω μη χρήσης της. Εξετάζεται επίσης το ενδεχόμενο να αφαιρεθεί κι αυτή της «αξιοπρέπειας» ως ανατρεπτική των χρηστών ηθών. Υπάρχουν στιγμές που αναπολώ τις εποχές που υπήρχε επισήμως η λογοκρισία. Τις αναπολώ γιατί η ίδια η ύπαρξη της λογοκρισίας σήμαινε την ύπαρξη ώτων που ήθελαν να ακούσουν. Σήμερα επίσημη λογοκρισία δεν υπάρχει, επειδή δεν υπάρχουν και ώτα. Η κώφωση είναι επιλεκτική μεν γενικευμένη δε.  
   Το καλοκαιράκι κυλά και γύρω μας χτίζεται μια νέα πραγματικότητα για το Φθινόπωρο. Δε σου κρύβω ότι φοβάμαι. Φοβάμαι για όλους αυτούς που ψάχνουν το καλοκαίρι έναν ήρεμο τόπο για να ξεχάσουν τις χειμερινές ζωές τους. Φοβάμαι για εκείνους που αναζητούν τις διακοπές τους, όπως θα αναζητούσαν την πρέζα ή τα χάπια προσπαθώντας να ξεφύγουν και να κρυφτούν. Να ξεφύγουν και να κρυφτούν από αυτό που υποστήριξαν με ζήλο ο "οικογενειάρχης" και ο φίλος της φίλης,  νομίζοντας παράλληλα  οτι θα του ξεφύγουν οδικώς, για λίγο τουλάχιστον, με το να βγουν εκτός πόλης. Από το ίδιο το σύστημα. Από τον καπιταλισμό (ηλίθιε!). Αυτόν μισούν ακόμα κι όταν δεν το γνωρίζουν. Αυτόν μισούν, γι' άυτό αγανακτούν ή τρομάζουν με κάθε αλλαγή στο νησί που τους τον θυμίζει.  Φοβάμαι και τους φοβάμαι που ενώ αναζητούν την ελευθερία τους εποχικά, η Ελευθερία φορώντας  τη φόρμα εργασίας των Χαλυβουργών χτυπά την πόρτα του κλουβιού τους για να τους πει ότι είναι ξεκλείδωτη, μα κανείς δε θέλει να την ακούσει και να την ανοίξει. Αντίθετα κατεβάζουν πρόταση να την κλειδώσουν από μέσα.
 

Κυριακή 22 Ιουλίου 2012

Ναυάγια

Ανθρώπινα ναυάγια ξεβράζουν τα κύματα των δρόμων.
Φιγούρες Ρημαγμένες, σκιές εποχών περασμένων.
Με χέρια τεντωμένα και πόδια που δεν υπακούν.
Λενε την ιστορία τους με την ελπίδα μιας κάθαρσης.
Την επαναλαμβάνουν, μα το βάρος στο στήθος, ίδιο.
Απ' τα συντρίμμια τους τίποτα δε έχει μείνει πια να μαζευτεί.
Στα διαμερισματά τους χωμένοι,
με μια παλιά κουρτίνα στο κατάρτι,
με ένα σπασμένο παντζούρι σα σκαρί
να χτυπά για να θυμίζει πως κάποτε ως ζωντανοί,
έπλεαν στις ανοιχτές θάλασσες κάποιας νιότης.
Με το τιμόνι στα χέρια τα δικά τους
ή έστω κάποιο κουπί σε ένα κάτεργο σκοτεινο.
Έπλεαν,
με ελπίδα.
προς κάποια άγνωστη πατρίδα.
Έπλεαν,
με προορισμό, με σκοπό και πίστη.
Έπλεαν,
μα πλέον ψάχνουν κάτι να επιπλέυσουν,
μέχρι να εκπνέυσουν για μια τελευταία φορά,
μαζί με τον αέρα που ταξίδευε την ιστορία τους,
και αυτό, το βάρος στο στήθος.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Το μποζόνιο, η επιστολή του Μητροπολίτη και ο Χικμέτ


    Μεγάλη ιστορία φίλε το μποζόνιο.  Εκτός του ότι εντάξαμε μια νέα λέξη στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, έχουμε κάτι να συζητάμε τώρα που τέλειωσαν οι εκλογές, που μας πέρασε η καούρα για τους «εκ παρθενογεννέσεως» φασίστες, πού ‘γιανε το μάτι του Σαμαρά (που δεν έπαψε όμως να μας κοιτά με μισό μάτι), που δεν έχει Γιούρο ως αφορμή να βρίζουμε τους Γερμανούς  (που είναι φίλοι μας)  και που δε φαίνεται να γίνεται και καμιά μεταγραφή αεροδρομίου στη μπάλα.  Η συζήτηση εννοείται πως γίνεται στα ίδια επίπεδα σοβαρότητας με τα άλλα προαναφερθέντα θέματα, αυστηρά και μόνο από βαθείς γνώστες του αντικειμένου π.χ.  «Τι έγινε ρε;  Ο Σαμαράς  πήγε και ξεματιάστηκε με το που βγήκε πρωθυπουργός ;  Θα τον μάτιασε η κουφάλα η Μέρκελ επειδή ο συνεπώνυμός του, τους το φυστίκωσε στην Πολωνία. Εσείς κανα παίχτη θα πάρετε ή πρέπει να  γίνει πρώτα κανά ΜΠΑΜ  εκεί στην Ελβετία που γίνονται τα πειράματα για να δείτε πρωτάθλημα; Α ρε Κασιδιάρης που σας χρειάζεται!»
     Αρκετοί βέβαια ήταν κι αυτοί που έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον. Όσο μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς  ως πραγματικό ενδιαφέρον  τις αναζητήσεις  μέσω Google, με την ελπίδα  οι γνώσεις πάνω στο εν λόγω μποζόνιο να  δώσουν στον ενδιαφερόμενο, υπόσταση  στον γυναικείο πληθυσμό της  παρέας , αντίστοιχη με αυτήν που έδωσε στην  Ύλη. Τόσο διάβασμα είχαν να ρίξουν από τις πανελλήνιες, με τη διαφορά ότι τώρα ίσως να αξίζει και τον κόπο.
Μεγάλο ενδιαφέρον φαίνεται να δείχνει και η εκκλησία.  Πρώτα  άντεξε την αμφισβήτηση του ότι ο κόσμος δε φτιάχθηκε σε έξι μέρες και μια για τα καλορίζικα, ύστερα ανέχθηκε τις απόψεις  ότι η γη δεν είναι επίπεδη, μετά άρχισε να κάνει τα στραβά μάτια με το ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο και όχι το αντίθετο, κατόπιν το ότι ο Αδαμ ίσως νά’χε πρωτοξάδελφο  τον προπάππου της τσίτας... ε λοιπόν νισάφι! Ως εδώ! Τώρα ήρθε η ώρα να πάρει τη ρεβάνς απέναντι στου κακούς επιστήμονες που για δεκαετίες  της χαλάνε τις, κατά τα άλλα, επιστημονικά προσεγμένες μπίζνες της.  Ο πόλεμος έχει αρχίσει άλλωστε από παλιά. Στην αρχή τον ρόλο της επιστήμης τον έπαιζε ο οξ’αποδώ himself, πού’κανε τον  Όφι (ο Εργοτέλης δεν είχε ανέβει ακόμα κατηγορία) και έψησε την Εύα να δοκιμάσει τον καρπό της Γνώσης (τό πιασες το υπονοούμενο). Στα επόμενα χρόνια, μέχρι τον μεσαίωνα αλλά και τη αναγέννηση, τον ρόλο τον ανέλαβαν  τα τσιράκια εκείνου που ενίοτε σπάει το ποδάρι του και στον ελεύθερο χρόνο του συνουσιάζεται με τα παιδιά του, οι «μάγοι» και  οι «αιρετικοί». Ίσως  γι’αυτό όταν κάποιος διατύπωνε μια θεωρία έπρεπε να επισημάνει πρώτα, ότι κάτι είχε πέσει στο κεφάλι του (π.χ. μήλο)ωστε να δικαιολογηθεί εκ των προτέρων (βλ.Νεύτων).  Ύστερα κατά τον Διαφωτισμό, την περίοδο πριν και μετά  τις αστικές επαναστάσεις, εως και σήμερα, (αν ονομάζεσαι Dan Brown και  πρέπει να βγάλεις τίμια το παντεσπάνι σου)  τη σκυτάλη πήραν οι «μασόνοι»  και οι «ιλουμινάτι», που  σταματούν να συνομωτούν για την παγκόσμια κυριαρχία τους , μόνο για να πάνε τουαλέτα.
Απολαυστική η σχετική με το θέμα επιστολή, του επαγγελματία επιστολογράφου Σεραφείμ, που όταν δε γράφει, στον ελεύθερο χρόνο του δηλαδή, κάνει  τον Μητροπολίτη Πειραιώς και ονειρεύεται όταν μεγαλώσει να γίνει Χριστόδουλος . Σε αυτήν την επιστολή λοιπόν, αφού φλυαρεί προσπαθώντας να πείσει το αναγιγνώσκον ποίμνιο, ότι κατέχει τα επιστημονικά θέματα σε βαθμό τέτοιο, που να κάνει το Μ.Ι.Τ. στας Μασατσούτσας των Ηνωμένων Πολιτειών, να σκέφτεται την ανακήρυξη του ως  ομότιμο καθηγητή, καταρρίπτει πλήρως τη θεωρία περί  σωματιδίου του Θεού ή σωματιδίου «Θεός» όπως αυστηρά μας διορθώνει. Όχι δεν την καταρρίπτει επειδή οι επιστήμονες βασίζονται σε λανθασμένα στοιχεία, ούτε επειδή  φοβάται ένα επιστημονικό φιάσκο λόγω λανθασμένου προσανατολισμού της έρευνας. Την καταρρίπτει  απλά γιατί είναι προϊόν δαιμονισμού. Έτσι, παστρικά πράγματα.  Οι εκφράζοντες αντίθετη άποψη, συνάδελφοι-επιστήμονες του αγαπητού Μητροπολίτη, απλά πάσχουν από «κρετινισμό» και «μωρολογούν» όντας «κατεχόμενοι» από «δαιμόνια». Όλα αυτά τα βασίζει στο γεγονός ότι το μποζόνιο είναι ένα ασυνείδητο σωματίδιο, το οποίο δεν άνοιξε διάλογο με τους επιστήμονες που το ανακάλυψαν, τύπου: «καλημέρα, είμαι ένα μποζόνιο και με λένε Βαγγέλη , αλλά εσείς να με λέτε του Χιγκς», οπότε αφού είναι άνευ ικανότητας λόγου πώς σκατά νά’πε «γενηθήτω φῶς» και νά γινε και πώς στην ευχή διέταξε γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς·» ε;  Εδώ θά θελα να προσθέσω ότι το μποζόνιο δεν έχει ούτε χέρια ώστε να πλάσει τον Αδάμ, πόσο μάλλον την Εύα, πράγμα που δεν επισήμανε ο Μητροπολίτης, ελπίζω όχι εσκεμμένα.
Το αποκορύφωμα της επιστολής όμως είναι το εκκλησιαστικό απωθημένο κατά του δαρβινισμού και της θεωρίας της εξέλιξης,( όπως την (παρ)ερμηνεύουν οι ίδιοι) που εκφράζεται στο τέλος.  Δεν  ξέρω αν φταίει το περίπου ομόηχον του «δαρβινισμός» με το «δαιμονισμός» που μπορεί να δημιουργεί  συγχύσεις, παρόμοιες με το «Έξω οι Σκωτσέζοι» που φώναζαν οι θεούσες στους  κινηματογράφους που έπαιζαν τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Σκορτσέζε, μην έχοντας ακούσει καλά το όνομα του σκηνοθέτη. Ίσως να φταίει το ότι δεν έχει εμφανιστεί εώς σήμερα χιπαντζής, να περνάει  ναρκισσιστικά τις ώρες του  μπροστά από τον καθρέφτη του, για να πετύχει το μουστάκι και το μούσι του Παλαιών Πατρών Γερμανού, σαν ένδειξη ανωτερότητας  προς τους υπόλοιπους χιπαντζήδες,ώστε να υπονοηθεί η οποιαδήποτε, έστω και μακρυνή, συγγένεια με το είδος του Μητροπολίτη. Ίσως το γεγονός ότι τα συμπαθή πρωτεύοντα όταν πεινάνε δεν ελπίζουν προσευχόμενα, για "μπαν(μ)άννα"εξ ουρανού, αλλά ψάχνουν για τροφή, να έχει εξοργίσει τους ρασοφόρους ποιμένες. Κανείς άλλωστε δε μπορεί να πάρει όρκο ότι στις τρυφερές τους στιγμές η Εύα δεν ξεψείριζε τον Αδάμ και στη συνέχεια δεν τρεφόταν με το αποτέλεσμα της αναζητήσεώς της.
Ένα μποζόνιο ξέρει, αν μπορεί τελικά θα  εξηγηθεί τίποτα παραπάνω, εκτός του ότι όλα ξεκίνησαν από κάτι που παραπέμπει στον Μπόζο τον παλιάτσο, οπότε αντίστοιχο είναι και το αποτέλεσμα. Μπορεί να είναι η αρχή για μια πλήρη κατανόηση του σύμπαντος και της ζωής ή απλά ένα επιστημονικό φιάσκο. Όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι όλη αυτή η ιστορία, και πραγματικά είναι, τον δύσκολο τούτο καιρό, σού ρχονται αυθόρμητα οι στίχοι του Χικμέτ και η τάση να βγάλεις τη γλώσσα στα «αστροφώτιστα διαστήματα» για χάρη των ανθρώπων που τους ‘μποδίζουν να βαδίσουν, οι επουράνιοι και οι κοσμικοί αφέντες. Εκείνοι που προτιμούν είτε να απλώνουν το σκοτάδι της αμάθειας ή να κρατούν εξαρτημένη τη Γνώση από τις χρηματοδοτήσεις τους, για να την κατευθύνουν αναλόγως. Οι ίδιοι που στη συνέχεια  σου κουνάν το δάχτυλο για την άγνοιά σου, που σε κοροϊδεύουν για την ημιμάθεια σου και πέφτουν από τα σύννεφα όταν συνειδητοποιούν πως καλά διανεμομένες από τους ίδιους"περιθωριακές" απόψεις που ανήκουν στον Μεσαίωνα, κερδίζουν όλο και περισσότερες συνειδήσεις ανθρώπων.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

ΜΙΑ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ



 Τα τρiα γουρουνακια ήτανε  λυπημένα,                                                                                                  
  
γιατί  ο κακός ο λύκος τα κυνήγαγε ένα ένα

Ζούσαν στη μιζερια διχως σπίτι κ φαί                                                                  

και βλέπαν οτι μέλλον δεν έχουν στη ζωή

 Τότε το πιο έξυπνο έριξε την ιδέα :                                                                                                                                           
“ Αστυνομικοί αν γίνουμε θα την περνάμε ωραία                                                                               
  
Θα έχουμε φαί θα έχουμε κ΄ οικία                                                                                                       

και σεβασμό θα εισπράτουμε από την κοινωνία».


Τα τρία γουρουνακια μπήκαν στη σχολή,                                                                                              

γιατί  ’θελαν να γίνουνε αστυνομικοί.                                                                                                

Πλέον δε φοβόντουσαν τον κακό τον λύκο,                                                                                           

της τροφαλυσίδας  θά σπαγαν τον τελευταίο κρίκο.


Χάρηκε σαν τό μαθε η μάνα η γουρούνα.                                                                                           

«Στα ντους ποτέ μη σκύψετε αν πέσουν τα σαπούνια»

Με χάρη τα συμβούλευσε κ εκείνα  υπακούσαν                                                                                    

και  πλάτη σε συνάδελφο ποτέ τους δε γυρνούσαν.


Τα τρία γουρουνάκια μπήκαν στη σχολή,                                                                                            

γιατί ’θελαν να γίνουνε αστυνομικοί.                                                                                                

Δύσκολη η εκπαίδευση μα ηθικόν ακμαίον,                                                                                            

ο λύκος θα τα ετρεμε, ήτανε μοιραίον.


Πέρασαν λίγα χρόνια και νιώθαν πλέον έτοιμα,                                                                                  

Των ανωτέρων να εκτελούν το κάθε δίκαιο αίτημα.

Βάλανε και μέσον, για μιά καλή μετάθεση ,                                                                                           

με λύκους να μην έρχονται σε αντιπαράθεση.


Τα τρία γουρουνάκια τέλειωσαν τη σχολή,                                                                                               

ήταν πλέον επίσημα αστυνομικοί.                                                                                                           

Τον λύκο να φοβούνται δεν είχε πια ουσία,                                                                                               

αυτοί αποτελούσαν τώρα την εξουσία.


Μετάθεση τους ήρθε να πάν στο υπουργείο                                                                                             

και νιώσαν πως κερδίσανε το λαϊκό λαχειο,

γυάλισαν τα παπούτσια τους, φόρεσαν και το όπλο,                                                                               

ο λύκος αν τα έβλεπε θα έμενε στον τόπο.


 Τα τρία γουρουνάκια, αστυνομικοί,                                                                                                     

στο πέρασμά τους τρέμει ολάκερη η γη.                                                                                              

 Έχουνε  χειροπέδες, έχουνε  και πιστόλι,                                                                                                 

η ώρα ήρθε λύκε μου να σφίξουνε οι κώλοι.


Ο υπουργός τα κάλεσε μια μέρα κ τα τρία.                                                                                       

Γρήγορα εκείνα τρέξανε με δέος κ λατρεία

Βάρεσαν προσοχή  μπροστά  στον υπουργό                                                                                        

Μα είδανε στη θέση του τον  λύκο τον κακό


Τα τρια γουρουνάκια, αστυνομικοί,                                                                                                        

το δίκιο για να υπηρετούν να φάνε και ψωμί                                                                                       

Φορέσανε πηλίκιο, φόρεσαν και στολή,                                                                                                 

του λύκου τώρα υπακούν  την καθε εντολη.

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Sunshine in a bag


Ξέρεις μου αρέσει ο χειμώνας. Για πολλούς λόγους που μπορείς ίσως να φανταστείς ή έχεις ήδη ακούσει.  Δεν ιδρώνεις , βρίσκεσαι σε σπίτια με παρέες, η ατμόσφαιρα σου θυμίζει αυτή που απέδωσε ο σκηνοθέτης στην αγαπημένη σου ταινία και το κυριότερο οτι όταν λες οτι προτιμάς τον χειμώνα νιώθεις ότι ξεχωρίζεις από όλους εκείνους τους "ρηχούς" που λεν αυτό το σχεδόν αυτονόητο «άντε νά ‘ρθει το καλοκαίρι». Στην τελευταία περίπτωση πρώτα αποφασίζεις να δηλώσεις την προτίμηση σου και ύστερα ψάχνεις να βρεις επιχειρήματα να τη στηρίξεις. Συμπλέγματα!
   Εμένα μου αρέσει, ο χειμώνας για έναν ακόμα λόγο.  Το καλοκαίρι, ο ήλιος σου προκαλεί ένα αυθόρμητο χαμόγελο, σε κάνει να ξεχνάς τα προβλήματά σου και να θες να βρεθείς με κόσμο, να ερωτευτείς και να διασκεδάσεις χωρίς να σκέφτεσαι το μέλλον.  Το καλοκαίρι η χαρά μοιάζει  υποχρεωτική, όμως ο χειμώνας είναι αλλιώς. Τα προβλήματά σου σε βαραίνουν περισσότερο  από το παλτό σου και το μέλλον δείχνει ξανά αβέβαιο. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο γεννάται  η αναγκαιότητα να ανοίξεις τη ντουλάπα με τα καλοκαιρινά, να βγάλεις από μέσα τον ήλιο και αφού τον διπλώσεις προσεχτικά, να τον βάλεις στην τσάντα σου. Έτσι κουβαλώντας αυτόν τον προσωπικό σου ήλιο, χαμογελάς παράλληλα με τα προβλήματα που έχεις, σκέφτεσαι το μέλλον που έρχεται και ανακουφίζεσαι που έστω και έτσι δεν ήρθε το τέλος της ιστορίας όπως κάποιοι μας διαβεβαίωναν πριν από είκοσι χρόνια και βάλε. Όντας αισιόδοξος μπορεί κάποια στιγμή να βάλεις αυτό το εκτροχιασμένο μέλλον ξανά στις φυσικές ράγες της ιστορίας, να γίνεις μέρος του και να μεταδώσεις  πρώτος το χαρμόσυνο μήνυμα αυτής της γέννας, που περισσότερο θα μοιάζει με ανάσταση. Ο χειμώνας σε κρατά σε ετοιμότητα, σε υποχρεώνει να δράσεις για να μην παραδοθείς στις δυσκολίες του.
     Ο ήλιος στην τσάντα σου θα σου θυμίζει ότι το πρώτο στάδιο της παράδοσης, είναι η αποδοχή της ήττας σου. Μην αφήσεις τους χειμώνες να σε κάνουν να παραδεχθείς καμιά ήττα,  σε όσους επιθυμούν να το κάνεις, για να σε ξαναπολεμήσουν την επόμενη φορά με αυτήν ακριβώς την  παραδοχή. Ο σεϊχης Μπεντραντίν απλά βιάστηκε, η Βάρκιζα ήταν τακτικός ελιγμός, η ανατροπή γύρω στο ’90 ήταν ανασυγκρότηση δυνάμεων. Αυτή είναι η αλήθεια σου, απλά εσύ δε θά 'χεις την ίδια τακτική. Ναι ξέρω τι θα πεις, αλλά πες το εκεί που πρέπει, ούτε να το φωνάζεις, ούτε να γκρινιάζεις. Η γκρίνια αδρανοποιεί  και η φωνές τρομάζουν πρώτα τους ήδη «ηττημένους».  Όσο θα συζητάς τους λόγους της υποτιθέμενης ήττας σου,προετοιμάζεις το έδαφος για την επόμενη, καθώς μη δρώντας μια ενδεχόμενη νίκη σου μετατίθεται συνεχώς για το μέλλον.  Σκέψου πόσο μεγαλύτερη  ήττα, ήταν όσα ακολούθησαν αμέσως μετά από μια "ήττα".
    Μην καθησυχάζεσαι, απλά χαμογέλα. Χαμογέλα με την  αυταρέσκεια και την αλαζονεία του νικητή,  με τη μιζέρια και την ηττοπάθεια του ηττημένου. Εσύ ξέρεις πως η ιστορία δεν τελειώνει και πως οι νίκες και οι ήττες είναι θνητές σαν τους ανθρώπους που τις κουβαλάνε και σαν τις εποχές που τελειώνουν αλλά ξανάρχεται η σειρά τους. Κάνε τις ήττες με νίκες να μοιάζουν, αλλιώς οι νίκες σου θα είναι κι αυτές ήττες και το καλοκαίρι ίδιο με τον χειμώνα. Winter is coming, τον νου σου .

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

H πολύ αυτο...κριτική τυφλώνει


    Έσφαλα κύριοι, ή έτσι τουλάχιστον μου είπαν εκείνοι που ξέρουν καλύτερα. «Αγάπησα στον πόνο μου επάνω» με «άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθειά κι αληθινή» μα εκείνη αποδείχθηκε «αναίσθητη γυναίκα και κοινή». Ίσως να φταίει , λέγω, ο τρόπος που την προσέγγισα, που ενώ δεν είχα νέο ευχάριστο να της πω, δεν προτίμησα να μην της πω κανένα, χρησιμοποιώντας  γλώσσα δρύινη χωρίς καν να της προσφέρω ένα λουλούδι, μια ζεστή αγκαλιά παρηγόριας. Άντίθετα μάχαιραν έδωσα και μάχαιραν έλαβα, καθώς προσπαθούσα να της δείξω πού να τη στρέψει. Φταίω το ομολογώ, Φταίω όπως μου απαιτήθηκε να ομολογήσω. Μα όσες κουβέντες απλές κι αν της είπα με χαρακτήρισε ελαφρύ και λαϊκιστή, όσα  γαρίφαλλα  της έδινα, το ίδιο βράδυ τά ’δα σε πίστες να πετιούνται κι όσες αγκάλες  πρόσφερα με λαχτάρα και στοργή, τις είδα να μένουνε κενές για να γεμίζουν ακίνητα και θέσεις δημοσίου. Τώρα μου ζητάτε πρώτος τον λίθο  να βάλλω, εγώ ως ο αναμάρτητος  σε μέ τον, τελικά, πιο αμαρτωλό. Και τώρα εδώ μπροστά σας την αυτοκριτική μου κάνω,και θα την κάνω, σχεδόν ναρκισσιστικά, μέχρι να πειστώ πως φταίω εγώ για όλα. Μέχρι να κλειστώ στη στενή πραγματικότητα που ορίζεται από το μήκος των άκρων μου. Μέχρι να αποκοπώ από τους γύρω μου και να απομονωθώ στις σκέψεις για το πού έσφαλα και στις φωνές μέσα στο κεφάλι μου  που χαιρέκακα θα μου λένε ότι φταίω. Κι αφού συρθώ συντετριμμένος, ανίκανος πλέον να αντιληφθώ την πραγματικότητα, διαλεκτικά τυφλωμένος από τα ίδια μου τα χέρια, θα περπατώ σαν τον Οιδίποδα υποβασταζόμενος απ' ό,τι μού χει απομείνει. Ο κόσμος θα με χλευάζει και θα με διώχνει απο τον «Ίππιο Κολωνό» και εγώ θα ψάχνω τα πόδια του βασιλιά Θησέα να τα φιλήσω και να του ζητήσω να με φιλοξενήσει, ακίνδυνος πλέον όντας, στο κοινοβουλευτικό του ανάκτορο. Θα συμφωνήσω μαζί του να με θάψει όταν έρθει η ώρα, χωρίς τιμές, σε μέρος άγνωστο για τους πολλούς. Μέχρι να χαθεί, όπως εγώ και η ανάμνησή μου.
  Τότε εκείνη χαρούμενη  θα επιστρέψει στην καθημερινότητά της, υπερασπιζόμενη το δικαίωμά της στην αταραξία. Νωχελικά θα ξεφυλλίσει το ασπρόμαυρο άλμπουμ  της ελπίδας που χάθηκε πρώτη, καθώς οι αυταπάτες πεθαίνουν τελευταίες και το κεφάλι  της θα κατεβάσει, όπως ορίζει ο Νόμος. Ελεύθερη από μένα θα μπορεί να γατζώσει το ήδη τσαλακωμένο από χέρια, κορμί της, σε όποιον περιοδεύοντα θίασο της τάξει πρώτη θέση θέασης, στην αντισυστημική παράσταση που  πρόκειται να δώσει. Και πάντα θα χάνεται στο σκοτάδι της αίθουσας, χωρίς ποτέ να ανάψουν οι προβολείς της σκηνής, με τα χέρια σε κλίση, έτοιμα να χειροκροτήσουν μια ακόμα νίκη που δεν ήρθε..